Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὔρησιν — οὔρησις a making water fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξόζω — Α αναδίδω οσμή επί πλέον («ἔνια δὲ καὶ εἰς οὔρησιν ἄγει, συνεξόζειν ποιοῡντα αὐτά», Θεοφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξόζω «μυρίζω, αναδίδω οσμή»] … Dictionary of Greek